- καλοποιέω
- καλοποιέω (s. καλός, ποιέω; Etym. Mag. 189, 24; PLond IV, 1338, 28; Lev 5:4 v.l. Swete; cp. Philo, Somn. 2, 296 v.l.) do what is right, good 2 Th 3:13.—M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
καλοποιήσει — καλοποιέω do good aor subj act 3rd sg (epic) καλοποιέω do good fut ind mid 2nd sg καλοποιέω do good fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιεῖν — καλοποιέω do good pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιοῖς — καλοποιέω do good pres opt act 2nd sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιοῦντες — καλοποιέω do good pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῆσαι — καλοποιέω do good aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῶν — καλοποιέω do good pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)